- ἐγκυμονοῦσα
- ἐγκυμονέωbecome pregnantpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐγκυμονούσας — ἐγκυμονούσᾱς , ἐγκυμονέω become pregnant pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἐγκυμονούσᾱς , ἐγκυμονέω become pregnant pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek